- τενοντάγρα
- τενοντάγρα, ἡ,A stiffness of the sinews, Cael.Aur.TP5.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τενοντάγρα — ἡ, Α δυσκαμψία τών τενόντων τού αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek